Δεύτερες σκέψεις θα πρέπει να κάνουν όσοι συνηθίζουν να ξυπνούν τη νύχτα για να φάνε αλμυρά σνακ, γλυκά, παγωτά, ακόμα και κανονικό γεύμα. Η συνήθεια αυτή που ονομάζεται Σύνδρομο Νυχτερινής Υπερφαγίας, εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία, αφού μπορεί να φέρει αύξηση του σωματικού βάρους, ειδικά στους ήδη υπέρβαρους και παχύσαρκους ανθρώπους.
Το εν λόγω σύνδρομο είναι γνωστό από το 1955, οπόταν περιγράφηκε από τους Stunkard και τους συνεργάτες του, σε παχύσαρκους ασθενείς που νοσηλεύονταν σε εξειδικευμένη κλινική για νυχτερινή υπερφαγία, αϋπνία και πρωινή ανορεξία. Σήμερα υπολογίζεται ότι από αυτό πάσχει το 1,5% του γενικού πληθυσμού. Μεγαλύτερο είναι το ποσοστό στους υπέρβαρους, αφού κυμαίνεται μεταξύ 6-14% και ακόμη πιο αυξημένο μεταξύ των παχύσαρκων αγγίζοντας έως και το 42%! Απαντάται δε συχνά και στα άτομα με ψυχιατρικά προβλήματα (12%), με Σύνδρομο Ανήσυχων Ποδιών (17%), με υπνική άπνοια (8,6%), σε ηλικιωμένους (3,8%) και διαβητικούς (2,8%).
Ουσιαστικά πρόκειται για μια διατροφική διαταραχή που συνυπάρχει με συχνές διακοπές του ύπνου. Οι ασθενείς ξυπνούν αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας και νιώθουν ότι για να τους πάρει ξανά ο ύπνος πρέπει οπωσδήποτε να φάνε. Νιώθουν ανήμποροι να αντισταθούν και έτσι λαμβάνουν σχεδόν το 25% των συνολικών θερμίδων του 24ώρου, την νύχτα. Δεν τρώνε ένα μεγάλο γεύμα αλλά πολλά μικρότερα, όσα και οι φορές που ξυπνούν και κατευθύνονται στην κουζίνα. Και δυστυχώς δεν επιλέγουν ολιγοθερμιδικές τροφές, αλλά ό,τι πιο ανθυγιεινό, δηλαδή φαγητά ή σνακ με πολύ λίπος, ζάχαρη και υδατάνθρακες.
Αντίθετα, το πρωί δεν έχουν διάθεση να φάνε. Η επιθυμία τους ξεκινά το απόγευμα και οι “επιδρομές” στα ντουλάπια και το ψυγείο κρατούν μέχρι το ξημέρωμα.
Εκτός από τον κίνδυνο αύξησης του βάρους, όσοι πάσχουν από το σύνδρομο εμφανίζουν συχνά άγχος, μελαγχολία ακόμα και κατάθλιψη εξαιτίας της αδυναμίας τους να διακόψουν τη νυχτερινή υπερφαγία.
Παρότι η σχέση μεταξύ του συνδρόμου και της παχυσαρκίας δεν είναι πλήρως κατανοητή, οι ειδικοί πιστεύουν ότι μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισής του έχουν οι άνθρωποι με διαταραχές του κιρκάδιου ρυθμού, δηλαδή του φυσικού ρολογιού του σώματος. Σε αυτούς, οι ορμόνες που θα απελευθερώνονταν για να προειδοποιήσουν το σώμα ότι πεινάει, ότι χόρτασε, ότι νυστάζει σε ώρες που λειτουργούν φυσιολογικά οι άνθρωποι (εγρήγορση το πρωί και ύπνος το βράδυ), απελευθερώνονται το βράδυ – όπως συμβαίνει στους ανθρώπους που δουλεύουν νύχτα και κοιμούνται το πρωί.
Κανονικά, η περίοδος του νυχτερινού ύπνου χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη νηστεία, όπου το ενεργειακό ισοζύγιο διατηρείται μέσω ορμονικών μεταβολών. Σε όσους πάσχουν όμως από το σύνδρομο, τα επίπεδα της λεπτίνης (ορμόνη συμβάλει στη ρύθμιση της ενεργειακής ισορροπίας του οργανισμού αναστέλλοντας την πείνα) τείνουν να είναι μειωμένα τη νύχτα, γεγονός που μπορεί να είναι ο λόγος που κρύβεται πίσω από την υπερφαγία κατά τη διάρκειά της. Παράλληλα έχουν μειωμένα επίπεδα γκρελίνης (ορμόνη της πείνας που εμπλέκεται όμως και σε καταστάσεις νευρώσεων, ψυχώσεων και κατάθλιψης), πιθανώς λόγω της ίδιας της νυχτερινής πρόσληψης τροφής. Επίσης, τα χαμηλά επίπεδα μελατονίνης (ορμόνη που ρυθμίζει τον κύκλο του ύπνου και βελτιώνει τη διάθεση) ενδεχομένως να παίζουν ρόλο στην αναστάτωση του οργανισμού και την απορρύθμιση των βιολογικών ρυθμών του.
Οι ειδικοί πιστεύουν ότι ενδεχομένως να εμπλέκονται και κληρονομικοί λόγοι στην εμφάνισή του, καθώς το σύνδρομο είναι συχνό μεταξύ μελών της ίδιας οικογένειας. Στατιστικά πάντως το Σύνδρομο Νυχτερινής Υπερφαγίας είναι συχνότερο σε άτομα στα οποία συνυπάρχουν και άλλες διατροφικές διαταραχές και σε άτομα με διαταραχές της διάθεσης. Σε αυτό μπορεί να οδηγήσει και η ανεπαρκής πρόσληψη θερμίδων κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Πρόσφατα, μια μελέτη στην οποία συμμετείχαν 2.317 άτομα έδειξε θετική συσχέτιση μεταξύ της έντασης των συμπτωμάτων της νυχτερινής υπερφαγίας και του Δείκτη Μάζας Σώματος στην ηλικιακή ομάδα από 30 έως 60 ετών, αλλά όχι στα νεότερα άτομα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ηλικία παίζει σημαντικό ρόλο στη σχέση. Η δε αύξηση του σωματικού βάρους είναι φαινόμενο που δεν παρατηρείται παρά μόνο μετά από παρατεταμένες περιόδους νυχτερινών επιδρομών.
Οι επιστήμονες υποθέτουν ότι ο λόγος για την αύξηση του βάρους είναι ότι οι προσλαμβανόμενες τη νύχτα θερμίδες δεν δαπανώνται.
Ουσιαστικά, όμως, η τάση θα μπορούσε να είναι αντίστροφη. Δηλαδή το σύνδρομο να εμφανίζεται σε άτομα που υπερκαταναλώνουν τροφή και την ημέρα. Είτε οδηγεί είτε προϋπάρχει, το αποτέλεσμα είναι η ενοχή λόγω της αύξησης του σωματικού βάρους, η οποία οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο ενοχής-υπερφαγίας-ενοχής…
Για την αντιμετώπιση του Συνδρόμου Νυχτερινής Υπερφαγίας προτείνονται διάφορες θεραπείες, μεταξύ αυτών η φωτοθεραπεία, η γνωστική συμπεροφική θεραπεία, η χορήγηση αντικαταθλιπτικών, η εκμάθηση μεθόδων χαλάρωσης και η λήψη συμπληρωμάτων μελατονίνης.
Ο έλεγχος των συνεπειών του όμως δεν είναι εφικτός εάν οι παραπάνω θεραπείες δεν συνοδεύονται από την υιοθέτηση ενός προγράμματος διαχείρισης βάρους. Ακόμα και στους ήδη έχοντες κάμποσα παραπανίσια κιλά, που η αυξημένη όρεξή τους τούς οδηγεί στην κουζίνα τις νυχτερινές ώρες, ένα σωστά καταρτισμένο διαιτολόγιο μπορεί να τους βοηθήσει να αδυνατίσουν και να σπάσουν τον αέναο κύκλο φαγητού-πάχυνσης-επιδρομών-ενοχής- ξανά φαγητού κλπ…
Η αδιαφορία, ή η έλλειψη γνώσεων για την αντιμετώπιση του μπορεί να γίνει αιτία εμφάνισης προβλημάτων υγείας που συνήθως συνοδεύουν την παχυσαρκία, όπως σακχαρώδης διαβήτης, μεταβολικό σύνδρομο και υπέρταση, αλλά και έλλειψη συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια της ημέρας και υπνηλία.
Είναι λογικό, λοιπόν, τα άτομα με οικογενειακό ιστορικό του συνδρόμου να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα για να μειώσουν την πιθανότητα εμφάνισής του. Δηλαδή να μην έχουν στο σπίτι τροφές πλούσιες σε λιπαρά, ζάχαρη και υδατάνθρακες, να μην πίνουν καφέ ή τσάι το βράδυ αλλά ροφήματα που ηρεμούν και χαλαρώνουν ώστε να κοιμούνται καλύτερα, να επιλέγουν τροφές που καταπολεμούν το άγχος, και να ασκούνται τακτικά αφού η άσκηση αφενός συμβάλει στη διατήρηση του σωματικού βάρους αλλά και στο αδυνάτισμα, και αφετέρου βοηθά στην καλύτερη ποιότητα ύπνου.
Η αποτελεσματικότερη πάντως πρόληψη και κυρίως διαχείριση προϋποθέτει την πλαισίωση του ασθενή από διεπιστημονική ομάδα επιστημόνων όπως αυτή του MyFlex του Δημήτρη Οικονομάκη.