Ερασιτέχνες και επαγγελματίες αθλητές υποβάλλονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε περιορισμό της πρόσληψης θερμίδων. Ο λόγος είναι η μείωση του σωματικού λίπους και η διατήρηση της μυϊκής μάζας τους, και όχι τόσο συχνά η μείωση του βάρους. Προβαίνουν σε αυτή τη διατροφική αλλαγή για αγωνιστικούς, αισθητικούς, και διάφορους άλλους λόγους.
Μεταξύ αυτών των αθλητών είναι και όσοι κάνουν προπόνηση αντιστάσεων, δηλαδή περιλαμβάνονται και όσοι εκτελούν ασκήσεις ενάντια σε εξωτερικές αντιστάσεις (είτε του ίδιου του σώματος είτε εξοπλισμού π.χ. βάρη).
Πρόσφατα, η διαλείπουσα συνεχόμενη νηστεία ή διαλείπων ενεργειακός περιορισμός, είναι ένα νέο προβαλλόμενο διατροφικό σχήμα που υπάρχει, ωστόσο, από την αρχαιότητα ως μέσο αδυνατίσματος και μείωσης του λίπους. Κατ’ αυτό, αντί ο ενδιαφερόμενος να υποβάλλεται σε έναν συνεχή ενεργειακό περιορισμό, δηλαδή να κάνει μόνιμα υποθερμιδική δίαιτα μέχρι να μειώσει το σωματικό του βάρος στο επιθυμητό, η διαλείπουσα νηστεία επιτρέπει την παρεμβολή περιόδων που οι προσλαμβάνουσες θερμίδες είναι ίσες ή λιγότερες από αυτές που χρειάζεται το σώμα για να διατηρήσει το βάρος του.
Η ενεργειακή πρόσληψη μειώνεται κατά 35%-65% ή και περισσότερο, σε σχέση με τις απαιτήσεις για τη διατήρηση του σωματικού βάρους. Συγκριτικά με τον συνεχιζόμενο ενεργειακό περιορισμό, η διαλείπουσα νηστεία έχει φανεί από μελέτες ότι υπερτερεί στην απώλεια βάρους αλλά και στη μεγαλύτερη διατήρηση της ενεργειακής δαπάνης ηρεμίας, που είναι ο αριθμός των θερμίδων που χρειάζεται για να λειτουργήσει ο οργανισμός ένα 24ωρο χωρίς δραστηριότητα.
Επιστήμονες διατείνονται ότι η διαλείπουσα νηστεία που επιτυγχάνει την ενεργειακή ισορροπία είναι αποτελεσματικότερη τακτική, συγκριτικά με τον συνεχή ενεργειακό περιορισμό για τη διαχείριση της σύστασης του σώματος, τόσο στους αθλητές όσο και σε ανθρώπους που δεν αθλούνται αλλά επιθυμούν να χάσουν ή να διατηρήσουν το βάρος τους. Και αυτό διότι ο οργανισμός προσαρμόζεται ομαλότερα. Το ίδιο συμβαίνει άλλωστε και με τα προπονητικά προγράμματα, κατά τα οποία περίοδοι αποφόρτισης ακολουθούν περιόδους έντονης άσκησης, προκειμένου ο οργανισμός να ξεκουραστεί και να αναρρώσει από τις επιπτώσεις της σκληρής προπόνησης.
Σε μια πρόσφατη μελέτη οι ερευνητές επιδίωξαν να καταλάβουν ποια είναι η επίδραση της διαλείπουσας νηστείας στη λιπώδη και στη άλιπη μάζα σώματος σε ενήλικες που γυμνάζονταν με αντιστάσεις. Στη μελέτη Intermittent versus Continuous Energy restriction Compared in a resistance-trained Adult Population (ICECAP) συμμετείχαν 61 ενήλικες (32 γυναίκες) με μέση ηλικία 28,7 ετών, σωματικό βάρος 77,2 kg και σωματικό λίπος 25,5%. Πενήντα πέντε από αυτούς ασχολούνταν με ανταγωνιστικά αθλήματα.
Χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες. Οι συμμετέχοντες δεν είχαν σημαντικές διαφορές όταν ξεκίνησε η μελέτη, όπως για παράδειγμα στο ποσοστό ανδρών / γυναικών, στην ηλικία, στο βάρος, στο ποσοστό σωματικού λίπους.
Η πρώτη ομάδα υποβλήθηκε σε μέτριο ενεργειακό περιορισμό για 12 εβδομάδες με ένα διάλλειμα 3 εβδομάδων (σύνολο 15 εβδομάδες) και η δεύτερη ομάδα σε συνεχόμενο μέτριο ενεργειακό περιορισμό 12 εβδομάδων.
Μετά από συνεκτίμηση διαφόρων παραγόντων διαπιστώθηκε ότι η διαλείπουσα συνεχόμενη νηστεία με μέτριο ενεργειακό περιορισμό δεν μείωσε τη λιπώδη μάζα ή το σωματικό βάρος περισσότερο από τον μέτριο συνεχιζόμενο ενεργειακό περιορισμό, ούτε πρόσφερε μεγαλύτερη άλιπη μάζα.
Οι ερευνητές δεν παρατήρησαν διαφορές στη μυϊκή δύναμη ή αντοχή ή στην ενεργειακή δαπάνη ηρεμίας μεταξύ των συμμετεχόντων στις δύο ομάδες. Διαφορές δεν υπήρχαν ούτε στις τιμές κάποιων ορμονών που μετρήθηκαν, όπως στη λεπτίνη, στην ενεργό γκρελίνη, στην τεστοστερόνη, στην ελεύθερη 3,3′,5-τριιωδοθυρονίνη, ούτε σε πεπτίδια όπως στον ινσουλινόμορφο αυξητικό παράγοντα-1. Δεν εντοπίστηκαν διαφορές στον ύπνο, στη μυϊκή δυσμορφία ή στις συμπεριφορές διατροφικών διαταραχών.
Η διαφορά, όμως, μεταξύ των δύο διατροφικών επιλογών ήταν στην αίσθηση της πείνας και στην επιθυμία για φαγητό. Όσοι συμπεριλήφθηκαν στην ομάδα της διαλείπουσας νηστείας με μέτριο ενεργειακό περιορισμό πεινούσαν λιγότερο και δεν θέλανε να φάνε τόσο όσο εκείνοι που έκαναν συνεχόμενη δίαιτα για 12 εβδομάδες ασταμάτητα. Είχαν δε αυξημένα επίπεδα πεπτιδίου YY, το οποίο απελευθερώνεται μετά το φαγητό, κυκλοφορεί στο αίμα και συνδέεται με υποδοχείς στον εγκέφαλο, μειώνοντας την όρεξη και προάγοντας την πληρότητα. Επίσης, δρα στο στομάχι και στο έντερο για να επιβραδύνει την κίνηση της τροφής μέσω του πεπτικού σωλήνα.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι και οι δύο διατροφές προάγουν την απώλεια βάρους σε ενήλικες που ασκούνται με αντιστάσεις. Παρόλο που επιτεύχθηκε παρόμοια λιπώδης και άλιπη μάζα σώματος μετά από 12 εβδομάδες ενεργειακού περιορισμού, η διαλείπουσα συνεχόμενη νηστεία με μέτριο ενεργειακό περιορισμό συνοδεύτηκε από χαμηλότερη τάση για φαγητό, αλλά απαιτήθηκε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για την αποκόμιση του ίδιου οφέλους, δηλαδή της απώλειας ίδιας ποσότητας λίπους. Εάν αυτή η καθυστέρηση δεν αποτελεί πρόβλημα, κρίνουν ότι είναι προτιμότερο κάποιος να κάνει διαλλείματα στην προσπάθειά του, ελεγχόμενα πάντα, γιατί έτσι διαχειρίζονται καλύτερα την όρεξή τους.
Αντιθέτως, εάν για την επίτευξη της επιθυμητής σύστασης σώματος υπάρχει περιορισμένος χρόνος τότε, η συνεχόμενη μείωση της ενεργειακής πρόσληψης πιθανώς να είναι η καταλληλότερη επιλογή, σε ανθρώπους που έχουν τη δύναμη να την τηρήσουν.