Ισχυρό δείκτη της επιτυχίας απώλειας βάρους των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αποτελεί η ανταπόκριση στο διατροφικό πρόγραμμα μέχρι την τρίτη επίσκεψη στον διαιτολόγο. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μια νέα έρευνα που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) που διεξήχθη στη Στοκχόλμη της Σουηδίας από 19 έως 23 Σεπτεμβρίου 2022. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν οι ειδικοί να εντοπίζουν έγκαιρα τους ασθενείς που είναι λιγότερο πιθανό να πετύχουν τον στόχο τους προκειμένου να προσθέσουν δράσεις ή να προσαρμόσουν τις υπάρχουσες, που θα τους βοηθήσουν να χάσουν τα παραπανίσια κιλά τους ή να τροποποιήσουν κάποιες συνήθειες που εμποδίζουν την απώλειά τους.
Οι ερευνητές Lulwa Al-Abdullah, του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, Jennifer Logue καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Lancaster και οι συνεργάτες τους, εξέτασαν τα στοιχεία 1.658 ανθρώπων, που είχαν διαγνωστεί με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σε διάστημα 5,3 ετών. Το 40% ήταν άνδρες και το 60% γυναίκες. Ο μέσος όρος του Δείκτη Μάζας Σώματός τους ήταν 40,2 kg/m2 και η μέση ηλικία τα 57,8 έτη.
Το 20% των συμμετεχόντων στην έρευνα αυτή είχαν επιτυχή βραχυπρόθεσμη έκβαση, δηλαδή έχασαν πάνω από το 5% του συνολικού βάρους, και προσήλθαν σε 7 από τις 9 συνεδρίες με τους ειδικούς σε διάστημα 4 μηνών, κατά τη διάρκεια των οποίων δίδονταν σχετικές οδηγίες και γίνονταν οι μετρήσεις. Αφού εξέτασαν διάφορους παράγοντες, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι εκείνοι που έχασαν το 0,5% του συνολικού τους βάρους εκτός 1 μήνα ήταν πιθανότερο να κατακτήσουν τον στόχο τους που ήταν η απώλεια του 5% του βάρους σε 4 μήνες. Το ποσοστό αυτών ανήλθε στο 90,4%. Ούτε το φύλο, ούτε η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ούτε η αγωγή που λάμβαναν για τον έλεγχο της νόσου, ούτε καμία άλλη εξέταση έπαιξε ρόλο την επιτυχία, παρά μόνο εάν έχασαν το 0,5% του βάρους στις 3 πρώτες συνεδρίες.
Ως μακροπρόθεσμη όρισαν την επιτυχή έκβαση και διατήρηση του νεοαποκτηθέντος βάρους τους για 3 χρόνια. Από το σύνολο των συμμετεχόντων, οι ερευνητές είχαν δεδομένα για το διάστημα που ακολούθησε το τρίμηνο που έχασαν τα κιλά, για τους 1.152 συμμετέχοντες και το 12,1% από αυτούς είχαν επιτυχή μεσοπρόθεσμη έκβαση.
Το 89,9% όσων έχασαν 0,5% του βάρους τους μετά από τις τρεις πρώτες συνεδρίες είχαν επιτυχή μεσοπρόθεσμη έκβαση στα τρία χρόνια. Διαπίστωσαν δηλαδή οι ερευνητές ότι ίσχυε και σε αυτούς ο ίδιος κανόνας: Η επιτυχή αρχική απώλεια βάρους ήταν 0,5%.
Γνώριζαν δηλαδή εξ αρχής οι ειδικοί ποιοι θα αποτύχουν να χάσουν τα κιλά που επιθυμούσαν κατά τον πρώτο μήνα. Η πρόβλεψή τους ήταν κατά 95% ακριβής.
Δυστυχώς, 4 στους 10 παχύσαρκους διαβητικούς που προσπαθούν να χάσουν βάρος δεν τα καταφέρνει να χάσει το ποσοστό εκείνο που θα τους βοηθούσε να διαχειριστούν καλύτερα τον διαβήτη. Συνέπεια αυτού είναι η αύξηση του κινδύνου εμφάνισης πρόσθετων προβλημάτων υγείας, όπως η στεφανιαία νόσος και ο καρκίνος, που θέτουν ακόμα και την ίδια τη ζωή σε κίνδυνο. Επομένως, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να βρεθούν τρόποι που θα έδειχναν εάν ένας ασθενής θα αδυνατίσει ευθύς εξ αρχής, προκειμένου να μην χάνεται πολύτιμος χρόνος και επιπλέον να μην επηρεάζεται αρνητικά η ψυχολογία του ασθενή, ώστε να συνεχίζει δυναμικά την προσπάθειά του μέχρι την επιτυχή ολοκλήρωσή της.
Εάν ο συγκεκριμένος τρόπος πρόβλεψης επιβεβαιωθεί ότι εντοπίζει εκείνους που είναι λιγότερο πιθανό να πετύχουν, θα μπορούσε να υιοθετηθεί από τους ειδικούς και να κάνουμε παρεμβάσεις, όπως η ένταξη της άσκησης στο καθημερινό πρόγραμμα ή η χορήγηση φαρμάκων στα αρχικά στάδια της προσπάθειας, όταν οι ασθενείς έχουν ακόμα τον απαιτούμενο ενθουσιασμό, προτού απογοητευτούν από τη φτωχή πρόοδό τους και την εγκαταλείψουν.
Εξάλλου, δεν χάνουν όλοι οι άνθρωποι βάρος με τον ίδιο ρυθμό. Κάθε οργανισμός είναι διαφορετικός και γι’ αυτό το διατροφικό πρόγραμμα θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένο στα μέτρα και στις ανάγκες του οργανισμού τους.
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι η ρήση «κάθε αρχή και δύσκολη» ισχύει και στη δίαιτα.
Για περισσότερα επισκεφτείτε το myflex.gr