myflex.gr

Hashimoto: Πώς βοηθάει η διατροφή

Η βελτίωση της διατροφής μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά στη διαχείριση της θυρεοειδίτιδας Hashimoto, μιας νόσου που σχετίζεται στενά με την κληρονομικότητα αλλά επηρεάζεται σημαντικά και από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Μεταξύ αυτών είναι και η διατροφή. Η τροποποίησή της είναι εφικτή από κάθε ασθενή, πάντα όμως με την υποστήριξη ενός διατροφολόγου. Κι αυτό διότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνύπαρξη άλλων ασθενειών, και ιδιαίτερα εκείνων που μπορεί να συμβάλλουν στη δυσαπορρόφηση των θρεπτικών συστατικών, όπως η κοιλιοκάκη, η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος Crohn.

«Η νόσος Hashimoto είναι μια από τις πιο συχνά εμφανιζόμενες αυτοάνοσες παθήσεις, στην οποία η καταστροφή του θυρεοειδούς προκαλεί αλλαγές στο επίπεδο και στο μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών, γεγονός που οδηγεί σε σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα. Για την εμφάνισή της σημαντικότερη είναι οι γενετικοί παράγοντες. Ωστόσο, είναι απαραίτητοι και κάποιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες, για να προκαλέσουν το ανοσοποιητικό σύστημα να επιτεθεί στον θυρεοειδή. Σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, τέτοιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι το άγχος, η τοξικοποίηση, η δυσβίωση του μικροβιώματος και η υπο- ή υπερθρεψία», μας εξηγεί ο Ειδικός Εφαρμογών Διαιτολογίας κ. Δημήτρης Οικονομάκης, επικεφαλής μιας ομάδας διατροφολόγων και γυμναστών που αγαπούν την καλή διατροφή και την άσκηση.
Η ασθένεια είναι πιο πιθανό να επηρεάσει τις γυναίκες, συνηθέστερα κατά την ηλικία των 30-60 ετών, με τον κίνδυνο να αυξάνεται με την πάροδο των ετών. Βέβαια, δεν περιορίζεται μόνο στους ενήλικες, αλλά μπορεί να αναπτυχθεί ακόμα και σε παιδιά. Η δυσλειτουργία του αδένα σε άλλους προκαλεί συμπτώματα και σε άλλους όχι. Όπως συμβαίνει και σε άλλες χρόνιες ασθένειες, αρχικά δεν είναι έντονα και συγκεκριμένα. Μερικά από αυτά που μπορεί να παρατηρήσουν οι ασθενείς είναι αλλαγές στη διάθεση, κατάθλιψη, προβλήματα συγκέντρωσης, εγκεφαλική ομίχλη, καθώς και βιολογικές αλλαγές: ξηρό δέρμα, απώλεια μαλλιών, συνεχής κόπωση ή διαταραχές στη λειτουργία του εντέρου.

Λόγω του ρόλου των θυρεοειδικών ορμονών στη ρύθμιση του μεταβολισμού, ο μεταβολικός ρυθμός στους ασθενείς επιβραδύνεται με τη μείωση της λειτουργίας του θυρεοειδούς, κι έτσι είναι πολύ πιθανή η αύξηση του σωματικού βάρους, για τη διαχείριση του οποίου απαιτείται μια διατροφή που έχει διαμορφωθεί ανάλογα με τις ατομικές ανάγκες. Για την κατάρτισή της πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος ζωής και η σωματική δραστηριότητα (που συνιστάται να αυξηθεί, αντί να μειωθούν οι θερμίδες που λαμβάνονται καθημερινά προκειμένου να χαθεί το πλεονάζον βάρος), αλλά και οι πιθανές ανεπάρκειες σε θρεπτικά συστατικά που παρουσιάζουν συχνά οι συγκεκριμένοι ασθενείς.
«Μελέτες έχουν δείξει ότι οι ασθενείς με Hashimoto συχνά δεν έχουν φυσιολογικά επίπεδα σεληνίου, σιδήρου, καλίου, μαγνησίου, ψευδαργύρου, βιταμίνης Α και D, αντιοξειδωτικών βιταμινών C, βιταμινών της ομάδας Β, ούτε λαμβάνουν την κατάλληλη ποιότητα και ποσότητα ωμέγα-3 λιπαρών οξέων. Παρατηρείται επίσης στους ασθενείς αυτούς υπερβολική ή ανεπαρκής πρόσληψη ιωδίου. Μια σωστή αντιφλεγμονώδη διατροφή μπορεί να εξαλείψει αυτές τις ανεπάρκειες, να βοηθήσει στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος και τελικά στη διαχείριση της νόσου, εστιάζοντας και στις πιθανές αλληλεπιδράσεις των φαρμάκων που λαμβάνονται με τα τρόφιμα που καταναλώνονται λόγω των συνυπαρχουσών ασθενειών», επισημαίνει ο κ. Οικονομάκης.

Hashimoto

Έχει βρεθεί επίσης ότι οι ασθενείς με Hashimoto που έχουν αυξημένες τιμές θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν μεταβολικό σύνδρομο, γεγονός που υποδεικνύει την ανάγκη για διαμόρφωση ενός διατροφικού προγράμματος που προφυλάσσει παράλληλα και το καρδιαγγειακό σύστημα, ιδιαίτερα εάν και τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων είναι αυξημένα.
Όταν δε η φλεγμονή που προκαλεί η νόσος Hashimoto έχει οδηγήσει σε υποθυρεοειδισμό, ενδεχομένως οι ασθενείς να βιώνουν διαταραχές στη λειτουργία του εντέρου, δηλαδή προβλήματα κενώσεων.
«Οι ασθενείς, λοιπόν, με Hashimoto θα πρέπει να ακολουθούν μια διατροφή προσαρμοσμένης ενεργειακής αξίας στις ατομικές ανάγκες τους, καθώς ο θερμιδικός περιορισμός ή η δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία του θυρεοειδούς. Να τρώνε 4-5 γεύματα ημερησίως που να τους παρέχουν βιταμίνη D, βιταμίνες της ομάδας Β, βιταμίνη Α, βιταμίνη C, βιταμίνη Ε, μαγνήσιο, ψευδάργυρο, σίδηρο, ιώδιο και σελήνιο. Να προτιμούν να προσλαμβάνουν λιπαρά από ελαιόλαδο, αβοκάντο, καρύδια, λιπαρά ψάρια και θαλασσινά. Να αυξήσουν λίγο την ποσότητα της πρωτεΐνης, αλλά και των διαλυτών φυτικών ινών. Να επιλέγουν να λαμβάνουν υδατάνθρακες από προϊόντα ολικής άλεσης και να φροντίζουν το εντερικό μικροβίωμα τρώγοντας λαχανικά και φρούτα. Να αποφεύγουν την κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων και όταν υπάρχει διαγνωσμένος λόγος (π.χ. κοιλιοκάκη) να εξαιρούν από το διαιτολόγιό τους τη γλουτένη ή οποιοδήποτε τρόφιμο τους προκαλεί αλλεργία (π.χ. αβγό).
Προσοχή, όμως, γιατί η αυθαίρετη διαμόρφωση ενός πλάνου διατροφής, χωρίς την επιστημονική γνώση και τις απαραίτητες εξετάσεις μπορεί να μη φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα», καταλήγει ο κ. Δημήτρης Οικονομάκης.

Kαρδιακή ανεπάρκεια: Η διατροφή που προστατεύει

Υψηλό είναι το ποσοστό των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια που τα επίπεδα διαφόρων μικροθρεπτικών συστατικών στον οργανισμό τους δεν είναι φυσιολογικά, συμπεριλαμβανομένης της βιταμίνης D, του σεληνίου, του ψευδαργύρου και του σιδήρου.

Υπολογίζεται ότι το ήμισυ αυτών των ασθενών μπορεί να έχει έλλειψη ή ανεπάρκεια σε ένα ή περισσότερα από τα συγκεκριμένα μικροθρεπτικά συστατικά. Ο λόγος είναι, τις περισσότερες φορές, ότι καταναλώνουν λιγότερη από τη συνιστώμενη ημερήσια ποσότητα. Η πρόσληψη της βιταμίνης D (97% των ασθενών), του σεληνίου (95%), του ψευδαργύρου (65%) και του σιδήρου (46%) είναι εκείνες που βρίσκονται συχνότερα σε ανεπάρκεια. Άλλος ένας λόγος μπορεί να είναι η μειωμένη εντερική απορρόφηση και η αυξημένη απέκκριση στα ούρα.

Όμως, τα μικροθρεπτικά συστατικά είναι απαραίτητα για τη μετατροπή των μακροθρεπτικών συστατικών (όπως τα λιπαρά και οι υδατάνθρακες) σε ενέργεια των κυττάρων του μυοκαρδίου. Παρότι τα τελευταία λαμβάνονται σε μεγάλες ποσότητες, η ποσότητα των μικροθρεπτικών συστατικών που έχει ανάγκη ο οργανισμός είναι πολύ μικρή. Και οι χαμηλές  συγκεντρώσεις στο πλάσμα του αίματος έχουν συσχετιστεί με μειωμένη ποιότητα ζωής και κακή έκβαση της νόσου…

Η έρευνα υποστηρίζει τη χρησιμότητα της χορήγησης κάποιων μικροθρεπτικών συστατικών μέσω συμπληρωμάτων διατροφής, για τη βελτίωση της αντιμετώπισης της καρδιακής ανεπάρκειας επιπροσθέτως, βεβαίως, της φαρμακοθεραπείας.

Μια πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στη διαδικτυακή έκδοση του επιστημονικού περιοδικού Journal of Internal Medicine, έδειξε ότι η χορήγηση συμπληρωμάτων μικροθρεπτικών συστατικών -ιδιαίτερα ο συνδυασμός συνενζύμου Q10 (CoQ10), ψευδαργύρου, χαλκού, σεληνίου και σιδήρου- δύναται να βελτιώσει τη λειτουργία του μυοκαρδίου στους πάσχοντες από καρδιακή ανεπάρκεια, δεδομένου ότι ένας σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης όσο και επιδείνωσης της νόσου είναι η μείωση της βιοενεργειακής ικανότητας.

Ειδικότερα, ο σίδηρος είναι απαραίτητος για τη μεταφορά οξυγόνου και την παραγωγή τριφωσφορικής αδενοσίνης (ΑΤΡ), μιας ένωσης που δίνει ενέργεια για τη συνεχή συστολή και χάλαση της καρδιάς, Αρκετές έχουν δείξει ότι η έλλειψή του είναι επιβλαβής, καθώς προκαλεί τη μείωση της συσταλτικότητας και χαλάρωσης των καρδιακών μυοκυττάρων, μεταξύ άλλων.

Εκτιμάται ότι ανεπάρκεια σιδήρου έχουν πάνω από 2 δισεκατομμύρια άτομα παγκοσμίως, καθιστώντας την την πιο συχνή διατροφική ανεπάρκεια. Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν ή θα εμφανίσουν ανεπάρκεια σιδήρου και θα κληθούν να αντιμετωπίσουν χειρότερα συμπτώματα, ποιότητα ζωής και έκβαση της νόσου.

Σύμφωνα με μια επικαιροποιημένη μετα-ανάλυση μελετών που περιλάμβανε ασθενείς με έλλειψη σιδήρου, η χορήγηση ενδοφλέβιου σιδήρου μειώνει τη νοσηλεία για καρδιακή ανεπάρκεια κατά περίπου 30%.

Kαρδιακή ανεπάρκεια

Η σοβαρή ανεπάρκεια σεληνίου σχετίζεται με μια σπάνια αλλά θανατηφόρα μορφή διατατικής μυοκαρδιοπάθειας – τη νόσο Keshan, η οποία είναι αναστρέψιμη με τη συμπληρωματική χορήγηση του μετάλλου αυτού. Όταν τα επίπεδά του είναι ιδιαίτερα χαμηλά μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη ανοχή στην άσκηση, χειρότερη ποιότητα ζωής και υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας. Παρά τον περιορισμένο αριθμό ελεγχόμενων μελετών για την επίδραση της συμπληρωματικής χορήγησης σεληνίου σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, σε μία μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε ηλικιωμένους (μεταξύ των οποίων υπήρχαν άτομα με τη νόσο), μείωσε τη θνησιμότητα όταν συνδυάστηκε με το συνένζυμο Q10 (CoQ10).

Το συνένζυμο CoQ10 (ουβικινόνη) είναι μια αντιοξειδωτική ουσία που αναστέλλει την υπεροξείδωση των λιπιδίων και των λιποπρωτεϊνών και προστατεύει τα κύτταρα από τις ελεύθερες ρίζες. Βρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις στην καρδιά και η ανεπάρκεια του σχετίζεται με τη σοβαρότητα της καρδιακής ανεπάρκειας. Ορισμένες έρευνες σχετικά με τη συμπληρωματική χορήγηση CoQ10 στους ασθενείς έδειξαν ότι τους ανακουφίζει από τα συμπτώματα, βελτιώνει την ικανότητα και τη διάρκεια άσκησης, της κατανάλωσης οξυγόνου, προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής και μείωση των σοβαρών καρδιακών συμβάντων.

Τα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα ψευδαργύρου μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένο κίνδυνο θανάτου είτε από την ανεπάρκεια είτε από άλλη αιτία. Σχετίζεται με αυξημένη φλεγμονή και μυοκαρδιακή βλάβη, καθώς και με μειωμένη ικανότητα άσκησης. Ούτε γι’ αυτό το μικροθρεπτικό συστατικό έχουν γίνει μεγάλες ελεγχόμενες μελέτες σχετικά με την επίδρασή του στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, αλλά υπάρχουν στοιχεία που υποστηρίζουν τη συνδυαστική χορήγηση ψευδαργύρου και σεληνίου, για τη βελτίωση του κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας (LVEF), και τη χορήγηση συμπληρωμάτων πολλαπλών μικροθρεπτικών συστατικών (συμπεριλαμβανομένου του ψευδαργύρου) για την αύξηση του LVEF και του τελικού διαστολικού όγκου της αριστερής κοιλίας.

Η έλλειψη χαλκού σχετίζεται με προβλήματα συνδετικού ιστού, μυϊκή αδυναμία, αναιμία, μειωμένη μιτοχονδριακή αναπνοή και μειωμένη παραγωγή τριφωσφορικής αδενοσίνης (ATP). Σε μία δοκιμή αξιολογήθηκε ο ρόλος του συμπληρώματος χαλκού σε άτομα με ισχαιμική καρδιακή νόσο, και τα αποτελέσματα αναμένονται.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν τη χορήγηση συμπληρωμάτων ως προφυλακτικό μέτρο για την εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας. Σύμφωνα με αυτούς, το ανεπαρκές μυοκάρδιο μπορεί να είναι “μια μηχανή χωρίς καύσιμα”. Ωστόσο, η αύξηση της παροχής ενεργειακών υποστρωμάτων (π.χ. λιπαρά οξέα, γλυκόζη, κετόνες) είναι ανεπιτυχής εάν τα μιτοχόνδρια δεν μπορούν να μετατρέψουν αυτά τα ενεργειακά υποστρώματα σε καύσιμο (ATP). «Η ανεπάρκεια μικροθρεπτικών συστατικών αλλάζει το παράδειγμα από “μια μηχανή χωρίς καύσιμα” σε “μια ελαττωματική μηχανή σε πορεία αυτοκαταστροφής”», ισχυρίστηκαν.

Οι συγγραφείς πρόσθεσαν ότι πρωταρχικό μέλημα πρέπει να είναι η  εξατομικευμένη διατροφική καθοδήγηση, η οποία θα λαμβάνει υπόψη την υγεία του ασθενή και θα του προσφέρει τα απαραίτητα μικροθρεπτικά συστατικά στις κατάλληλες γι’ αυτόν ποσότητες, ούτως ώστε να λειτουργούν προστατευτικά.

 

Απώλεια κιλών: Τι ρόλο παίζει το πρωινό γεύμα

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ταχύτατη αύξηση του ποσοστού των ανθρώπων που το βάρος τους είναι πάνω ή πολύ περισσότερο του φυσιολογικού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα υγείας. Και αυτό διότι συμβάλλει στην εμφάνιση σοβαρών ή ακόμα και απειλητικών για τη ζωή ασθενειών, όπως καρδιαγγειακά και ογκολογικά νοσήματα. Πέραν αυτών ευθύνεται για την ανάπτυξη παθήσεων που μειώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών, όπως η οστεοαρθρίτιδα, ή που οδηγούν σε ασθένειες που προκαλούν πρόωρο θάνατο, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 ο οποίος ευθύνεται, για παράδειγμα, για τη στεφανιαία νόσο.

Επιπλέον, επηρεάζει ψυχολογικά τους ασθενείς, αλλά και οικονομικά, τόσο τους ίδιους όσο και την πολιτεία. Επομένως είναι απαραίτητη η λήψη μέτρων κατά της παχυσαρκίας και η εύρεση στρατηγικών που θα διευκολύνουν τους ασθενείς στην απώλεια του πλεονάζοντος βάρος τους.

Γιατί παχαίνουμε;

Παρότι η παχυσαρκία είναι μια πολυπαραγοντική νόσος,  ο κύριος παράγοντας αύξησης του σωματικού βάρους είναι το θετικό ενεργειακό ισοζύγιο. Δηλαδή η υψηλή ενεργειακή πρόσληψη μέσω ακατάλληλης διατροφής και τη χαμηλή ενεργειακή δαπάνη, λόγω σωματικής αδράνειας.

Το πρωινό

Το πρωινό γεύμα, το γεύμα δηλαδή που καταναλώνεται μετά από παρατεταμένη περίοδο νηστείας, έχει βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο των ερευνητών που επιθυμούν να μάθουν εάν βοηθά στην απώλεια κιλών ή όχι και με ποιον τρόπο.

Έχουν ανακαλύψει ότι όσοι παίρνουν πρωινό έχουν μειωμένα επίπεδα γκρελίνης (ένα πεπτίδιο που καταστέλλει την όρεξη) και περισσότερη ενεργειακή δαπάνη.

Όσοι το παραλείπουν είναι πιθανό να υποστούν αρνητικές επιπτώσεις στον κιρκάδιο ρυθμό -όπως η απορρύθμιση του μεταβολισμού- με συνέπειες που σχετίζονται με τη διαχείριση του βάρους. Οι αρμόδιοι φορείς σε όλον τον κόσμο συμφωνούν ότι η καθημερινή κατανάλωση πρωινού είναι απαραίτητη για την παροχή επαρκούς πρόσληψης μακρο- και μικροθρεπτικών συστατικών, τη διατήρηση του σωματικού βάρους και τη βελτίωση των γνωστικών λειτουργιών.

Τα στοιχεία από μελέτες παρατήρησης δείχνουν ότι σε πραγματικές συνθήκες, η παράλειψη του πρωινού γεύματος μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του σωματικού βάρους και εμφάνιση παχυσαρκίας, ωστόσο απαιτούνται περισσότερες μελέτες για το θέμα.

Απώλεια κιλών πρωινό γεύμα

Ο μύθος

Είναι γνωστή σε όλους η φράση «Να τρως το πρωί σαν βασιλιάς, το μεσημέρι σαν πρίγκιπας και το βράδυ σαν ζητιάνος». Κάνει όντως, όμως, τη διαφορά η ώρα που θα επιλέξουμε να φάμε το πιο πλούσιο γεύμα μας; Μπορεί πράγματι το πρωινό γεύμα να οδηγήσει σε απώλεια κιλών και να επηρεάσει εν γένει το σωματικό βάρος; Και αν ναι, με ποιο τρόπο;

Η μελέτη

Σύμφωνα με μια νέα μελέτη που εξέτασε τις επιπτώσεις στο βάρος εάν κάποιος τρώει το πλουσιότερο γεύμα του το πρωί ή το βράδυ, η ώρα δεν επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο το σώμα του μεταβολίζει τις θερμίδες. Ωστόσο, οι άνθρωποι που έτρωγαν το μεγαλύτερο γεύμα τους το πρωί αισθάνονταν λιγότερο πεινασμένοι μέσα στην ημέρα, γεγονός που θα μπορούσε να ευνοήσει την ευκολότερη απώλεια βάρους.

Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν υγιή άτομα που ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα, ώστε να ελεγχθεί η διατροφή τους και να μετρηθεί ο μεταβολισμός τους κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που την ολοκλήρωσαν ήταν 30 (16 άνδρες και 14 γυναίκες). Σε καθέναν από αυτούς ανατέθηκε τυχαία είτε να τρώει ένα πλούσιο πρωινό είτε πλούσιο βραδινό. Όλοι τους, ωστόσο, έπαιρναν τον ίδιο αριθμό θερμίδων, οι οποίες επιμεριζόταν σε πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λιπαρά σε ποσοστά 30%, 35% και 35%, αντιστοίχως. Επίσης, όλοι τους ακολούθησαν και τους δύο τύπους διατροφής, με μεσοδιάστημα 1 εβδομάδας, κατά τη διάρκεια της οποίας τα γεύματα ήταν ισορροπημένα θερμιδικά.

Οι συνολικές ημερήσιες ενεργειακές δαπάνες των συμμετεχόντων μετρήθηκαν με μια τεχνική που εξετάζει τη διαφορά μεταξύ των ρυθμών εναλλαγής του υδρογόνου και του οξυγόνου του νερού του σώματος σε συνάρτηση με την παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα.

Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο Cell Metabolism, έδειξαν ότι οι ενεργειακές δαπάνες και η συνολική απώλεια βάρους ήταν οι ίδιες για τις δίαιτες με πρωινή και βραδινή επιβάρυνση. Τα άτομα έχασαν κατά μέσο όρο λίγο πάνω από 3 κιλά κατά τη διάρκεια κάθε μιας από τις περιόδους των τεσσάρων εβδομάδων.

Όμως, οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι η όρεξή τους ήταν μειωμένη τις ημέρες που έτρωγαν πλουσιότερο πρωινό και ότι ένιωθαν κορεσμό καθ’ όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης ημέρας, γεγονός που θα μπορούσε να συμβάλει σε αλλαγές συμπεριφοράς (μειωμένη πρόσληψη θερμίδων αργότερα μέσα στην ημέρα), οι οποίες θα υποστήριζαν μεγαλύτερη απώλεια κιλών.

Επόμενος στόχος της ερευνητικής ομάδας είναι να εξετάσει το πώς η ώρα της ημέρας επηρεάζει τον μεταβολισμό, διεξάγοντας μελέτες παρόμοιες με αυτή που περιγράφεται εδώ σε άτομα που κάνουν εκ περιτροπής εργασία. Είναι πιθανό τα άτομα αυτά να έχουν διαφορετικές μεταβολικές αντιδράσεις λόγω της διαταραχής των κιρκάδιων ρυθμών τους.

Πάντως οι ερευνητές επιβεβαίωσαν για άλλη μια φορά ότι καμία δίαιτα ή χρόνος λήψης των περισσότερων θερμίδων δεν ταιριάζει σε όλους. Ο κάθε οργανισμός είναι διαφορετικός όπως και οι ρυθμοί του. Επομένως, απαιτείται εξατομικευμένη προσέγγιση από έμπειρο διαιτολόγο προκειμένου να στεφθεί με επιτυχία η προσπάθεια απώλειας βάρους.